- μπορεσάμενος
- η , ο обл возможный, осуществимый;
αν ήταν μπορεσάμενο — если бы можно было
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αν ήταν μπορεσάμενο — если бы можно было
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπορεσάμενος — η, ο αυτός που μπορεί να γίνει, ο κατορθωτός, ο δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. αορ. ε μπόρεσα τού μπορώ] … Dictionary of Greek